-
1 промышленность
-и θ.βιομηχανία•добывающая промышленность βιομηχανία εξόρυξης•
обрабатывающая βιομηχανία επεξεργασίας•
тяжлая промышленность βαριά βιομηχανία•
лгкая промышленность ελαφρά β ιομηχαν ία•
текстильная промышленность υφαντουργική βιομηχανία•
химическая промышленность χημική βιομηχανία•
пищевая промышленность βιομηχανία τροφίμων•
военная промышленность πολεμική βιομηχανία•
машиностроительная промышленность βιομηχανία μηχανοκατασκευών.
-
2 золотодобывающий
επ.της εξόρυξης χρυσού•-ая промышленность βιομηχανία εξόρυξης χρυσού.
-
3 нефтедобывающий
επ.της εξόρυξης πετρελαίων•-ая промышленность βιομηχανία εξόρυξης πετρελαίων.
-
4 добывающий
добыва||ющий1. прич. от добывать·2. прил:\добывающийющая промышленность ἡ βιομηχανία ἐξόρυξης. -
5 нефтедобывающий
нефтедобывающ||ийприл:\нефтедобывающийая промышленность ἡ βιομηχανία ἐξόρυξης πετρελαίου. -
6 πετρέλαιο(ν)
το нефть;φωτιστικό πετρέλαιο(ν) — керосин;
ακάθαρτο πετρέλαιο(ν) — мазут;
τα πετρέλαια — или κοιτάσματα πετρέλαίου — нефть, залежи нефти, нефтяные залежи;
υποπροϊόντα πετρέλαίου — нефтепродукты;
αγωγός πετρέλαίρυ — нефтепровод;
διυλιστήριο πετρέλαίου — нефтеперегонный завод;
η βιομηχανία εξόρυξης πετρέλαίου — нефтедобывающая промышленность;
ο εργάτης βιομηχανίας πετρέλαίου — нефтяник
-
7 πετρέλαιο(ν)
το нефть;φωτιστικό πετρέλαιο(ν) — керосин;
ακάθαρτο πετρέλαιο(ν) — мазут;
τα πετρέλαια — или κοιτάσματα πετρέλαίου — нефть, залежи нефти, нефтяные залежи;
υποπροϊόντα πετρέλαίου — нефтепродукты;
αγωγός πετρέλαίρυ — нефтепровод;
διυλιστήριο πετρέλαίου — нефтеперегонный завод;
η βιομηχανία εξόρυξης πετρέλαίου — нефтедобывающая промышленность;
ο εργάτης βιομηχανίας πετρέλαίου — нефтяник
-
8 промышленность
η βιομηχανίαавтотракторная - κατασκευής αυτοκινήτων και ελκυστήρων/τρακτέρбумажная - η χαρτοβιομηχανία, η χαρτοποιίαдеревообрабатывающая - επεξεργασίας/κα-τεργασίας της ξυλείαςликёрно-водочная - παραγωγής αλκοολούχων/οινοπνευματωδών ποτώνмыловаренная - σαπωνο-ποϊί'ας, η σαπωνοβιομηχανίαнефтеперерабатывающая - επεξεργασίας/διΰ-λισης πετρελαίουхлопчатобумажная - ύφανσης βαμβακερών, η υφαντουργίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > промышленность
-
9 нефтедобывающий
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нефтедобывающий
-
10 добывающий
μτχ. ενστ. -ая промышленность βιομηχανία μεταλλευτική η εξόρυξης.
См. также в других словарях:
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
Γκρόζνι — (Groznyj).(123.320 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της αυτόνομης δημοκρατίας της Τσετσενίας, που ανήκει στη Δημοκρατία της Ρωσίας. Είναι χτισμένη στην κοιλάδα του ποταμού Σούνζα, 650 χλμ. νοτιοανατολικά του Ροστόβ. Η πόλη ήταν άλλοτε παραμεθόριο… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Καραγκάντα — (Karaganda). Πόλη (436.900 κάτ. το 1999) της Δημοκρατίας του Καζακστάν και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (Karagandi, 428.000 τ. χλμ., 1.410.200 κάτ.). Βρίσκεται στις παρυφές της μεγάλης ομώνυμης γαιανθρακοφόρας λεκάνης. Ιδρύθηκε το 1928,… … Dictionary of Greek
άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… … Dictionary of Greek
παραγωγή — Η ενέργεια του παράγω. Λέγεται επίσης και η νοητική διαδικασία κατά την οποία από μια ή περισσότερες κρίσεις (προτάσεις) φτάνουμε σε ένα συμπέρασμα ή, γενικότερα, συλλογισμό που από το γενικό οδηγεί στο μερικό. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… … Dictionary of Greek